- άβρεχτος
- -η, -οαυτός που δε βράχηκε, στεγνός: Πέρασε το ποτάμι σχεδόν άβρεχτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άβρεχτος — και άβρεχτος, η, ο (Α ἄβρεχτος, ον) [βρέχω] αυτός που δεν έχει βραχεί, άβραχος, στεγνός, ξερός, άνυδρος, απότιστος … Dictionary of Greek
άβραχος — (I) η, ο (Α ἄβραχος, ον) αυτός που δεν έχει βραχεί, άβρεχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βραχῆναι, παθ. αόρ. τού βρέχω]. (II) η, ο [βράχος] ο χωρίς βράχους … Dictionary of Greek
άβρεκτος — η, ο [βρέχω] βλ. άβρεχτος … Dictionary of Greek
άβροχος — η, ο (Α ἄβροχος, ον) άβρεχτος νεοελλ. (ιδιωμ. έκφρ.) «αβρόχοις ποσίν» χωρίς ζημιά, αβαρία, χωρίς δυσκολία, άκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρέχω] … Dictionary of Greek
αβρεξιά — η [άβρεχτος] 1. έλλειψη βροχής, ανομβρία, αβροχιά 2. το να μην έχει βραχεί κάποιος ή κάτι … Dictionary of Greek
αδιαπότιστος — η, ο [διαποτίζω] αυτός που δεν διαποτίζεται ή δεν διαποτίστηκε από υγρασία ή από κάποιο υγρό, άβρεχτος, ξερός, στεγνός … Dictionary of Greek